ανακλισμός

ανακλισμός
ἀνακλισμός, ο (Α) [ἀνακλίνω]
το πίσω στήριγμα καθίσματος, πλάτη, ράχη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀνακλισμοῦ — ἀνακλισμός back of a chair masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακλισμόν — ἀνακλισμός back of a chair masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακλίνω — (Α ἀνακλίνω) 1. κλίνω προς τα πίσω, γέρνω 2. ανασηκώνω 3. μεσ. γέρνω, ξαπλώνω, πλαγιάζω (στα μσν. και ενεργ.) αρχ. 1. στηρίζω επάνω, ακουμπώ 2. στρέφω προς τα άνω, υψώνω 3. καθίζω κάποιον στο τραπέζι 4. (για πόρτα) σπρώχνω προς τα πίσω, ανοίγω 5 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”